γυναικῶνα

γυναικῶνα
γυναικών
masc acc sg
γυναικωνῖτις
women's apartments
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καρπόφυλλο — Όργανο των αγγειόσπερμων φυτών, που σχηματίζει κλειστό περίβλημα, μέσα στο οποίο βρίσκονται μία ή περισσότερες σπερματικές βλάστες. Το σύνολο των κ. αντιπροσωπεύει το θηλυκό μέρος του άνθους και χαρακτηρίζεται ως γυναικώνας. Κάθε μεμονωμένη δομή… …   Dictionary of Greek

  • σκότιος — α, ο / σκότιος, ία, ον, ΝΑ, και σκότιος, ον, Α [σκότος] σκοτεινός, μαύρος (α. «μέσ στα σκότια γνέφη γέρνει και κοιμάται [ο ήλιος]», Γρυπ. β. «ὦ σκοτία νύξ», Ευρ.) νεοελλ. μτφ. δόλιος, ύπουλος, κακόβουλος, καταχθόνιος (α. «σκότιες σκέψεις» β.… …   Dictionary of Greek

  • συγκαρπία — η, Ν βοτ. η κατάσταση κατά την οποία τα καρπόφυλλα που αποτελούν τον γυναικώνα ενός άνθους συμφύονται σε έναν και μόνο ύπερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. syncarpy < συν * + καρπός + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • σύγκαρπος — η, ο / σύγκαρπος, ον, ΝΜ νεοελλ. βοτ. (για γυναικώνα άνθους) αυτός που εμφανίζει συγκαρπία, αλλ. κοινόκαρπος μσν. (για κλαδί φυτού) αυτός που έχει κοπεί μαζί με καρπούς («σύγκαρπος μυρσίνη», Λίβ. Ροδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καρπός (< καρπός) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”